- επιμοίριος
- ἐπιμοίριος, -ον (Α)αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμοίρια — ἐπιμοίριος fated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)